- λιμνίων
- λίμνιονneut gen plλιμνειfem gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Kavala — Gemeinde Kavala Δήμος Καβάλας (Καβάλα) … Deutsch Wikipedia
λιμνιωνάριν — λιμνιωνάριν, τὸ (Μ) [λιμνιών] μικρό λιμάνι, λιμανάκι … Dictionary of Greek
λιμνιώνας — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 19 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Βαρνάβα της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 34 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Λίμνης — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Λίμνης λειτουργεί από το 1993 σ’ ένα όμορφο νεοκλασικίζον διώροφο κτίριο που χτίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., το οποίο ανήκε στην οικογένεια Ευαγγελινών Φλώκων. Ύστερα από μία ριζική ανακαίνιση, που… … Dictionary of Greek